Η αποφυσιοποίηση των κοινωνικών σχέσεων
H συζήτηση που γίνεται σήμερα για το Σύμφωνο Συμβίωσης είναι βαθιά ιδεολογικοποιημένη με την έννοια ότι τα φαινόμενα (οικογένεια, σεξουαλικότητα, φύλο κ.λπ.) αντιμετωπίζονται ως ουσίες, ως αυτά να έχουν εγγενείς ιδιότητες. Σε μεγάλο βαθμό η αντίληψη αυτή έχει να κάνει με την αστική ιδεολογία, η οποία αφού έφτιαξε και επέβαλε μια παράσταση για τη φύση (κατ’ αναλογία της ανθρώπινης κοινωνίας) προβάλλει την παράσταση αυτή πάνω στην κοινωνία θέλοντας να εμφανίσει τις κοινωνικές σχέσεις ως φυσικές σχέσεις. Επομένως τα κοινωνικά φαινόμενα δεν έχουν ιστορία, δεν είναι δηλαδή αποτέλεσμα της ανθρώπινης δράσης, ενώ η ίδια η καπιταλιστική κοινωνία καθώς είναι προέκταση της φύσης, συνιστά την κατ’ εξοχήν ανθρώπινη κατάσταση. Κατά συνέπεια οποιαδήποτε αμφισβήτηση των βασικών της αρχών (ανταγωνισμός, οικογένεια, σεξουαλικότητα κ.λπ.) αντιβαίνει την ίδια τη φύση.
Νομίζω πως οι σκέψεις του Φ. Ένγκελς, όπως διατυπώνονται στο γράμμα στον Λαβρόφ, προσδιορίζουν το θεωρητικό πλαίσιο, ώστε: α) να καταδειχτεί η ιδεολογική χρήση της βιολογίας όσον αφορά στην ερμηνεία των κοινωνικών φαινομένων, μεταξύ άλλων και της οικογένειας, του φύλου, της σεξουαλικότητας κ.λπ.,και β) να αναδειχτεί η ιστορικότητά τους. Ότι δηλαδή αυτά είναι ιστορικές κατηγορίες και όχι ουσίες (βιολογικές). Γράφει ο Ένγκελς: «Η όλη δαρβινική διδασκαλία του αγώνα για την επιβίωσηείναι απλώς μια μετάθεση από την κοινωνία στην έμβια φύση του δόγματος του Χομπς bellum m omnium conrta omnes και του αστικού-οικονομικού δόγματος του ανταγωνισμού, μαζί με τη θεωρία του Malthus περί πληθυσμού. Όταν πια αυτό το ταχυδακτυλουργικό κόλπο έχει συντελεστεί…οι ίδιες θεωρίες ξαναμεταφέρονται από την ενόργανη φύση πίσω στην ιστορία, και ο ισχυρισμός τώρα είναι ότι η εγκυρότητα τους ως αιώνιων νόμων της ανθρώπινης κοινωνίας, έχει αποδειχθεί» (παρατίθεται από τον ανθρωπολόγο M. M. Sahlins, Χρήσεις και καταχρήσεις της βιολογίας, εισαγ. Α. Μπακαλάκη, 1997, σ. 144-45).
Ωστόσο η εισαγωγή του Συμφώνου Συμβίωσης συμβάλλει έμμεσα στην αποφυσιοποίηση της οικογένειας, της σεξουαλικότητας και των κοινωνικών ρόλων (άντρας, γυναίκα κ.λπ.), καθώς δείχνει, όπως και με την αναγνώριση της γυναίκας ως αρχηγού της οικογένειας (μονογονεϊκή οικογένεια κ.λπ.), τους τρόπους με τους οποίους μια κοινωνία επιχειρεί να ρυθμίσει, αφήνοντας στην άκρη τη βιολογία, κοινωνικά την αναπαραγωγική λειτουργία. Καταδεικνύεται επίσης ότι οι κοινωνικοί ρόλοι του «άντρα», της «γυναίκας» είναι παράγωγοι κοινωνικών και πολιτισμικών συνθηκών και όχι της φυσιολογίας, με την έννοια ότι ανάμεσα στη φυσιολογία και την κοινωνική οργάνωση της αναπαραγωγής παρεμβάλλεται η ανθρώπινη δράση που νοηματοδοτεί «λέξεις» και προσδιορίζει «πράγματα». Ακριβώς γι’ αυτό επιβάλλεται καταρχήν (για να ελεγχθεί και η συζήτηση), η διάκριση μεταξύ «κοινωνικού φύλου» (gender) που μαθαίνεται και «βιολογικού φύλου» (sex) που αναφέρεται στις διαφορές στη φυσιολογία (R. W. Connell).
Αν βγούμε μάλιστα από μια ευρωκεντρική αντίληψη θα διαπιστώσουμε ότι οι κοινωνικοί ρόλοι (πατέρας, μητέρα, παιδιά κ.λπ.) είναι πολύ σχετικοί. Στους Νουέρ, λόγου χάρη, ο βιολογικός πατέρας είναι απλά ο γεννήτορας ενώ η ίδια η γυναίκα είναι ο αληθινός ή νόμιμος πατέρας όπως είναι και ο νόμιμος σύζυγος των μητέρων τους (Μ. Sahlins 1997). Συνεπώς άλλες κοινωνίες οργανώνουν με διαφορετικό τρόπο τους γονεϊκούς ρόλους και τις σεξουαλικές σχέσεις. Αυτές δηλαδή δεν είναι οικουμενικές, ούτε βεβαίως φυσικές. Σχεδόν ή ίδια προβληματική διέπει και τις πρακτικές υιοθεσίας (αναντιστοιχία βιολογικών και κοινωνικών γονέων) στις κοινωνίες μας όπου παρόλο που δεν υπάρχει «συγγένεια αίματος» αναγνωρίζεται κοινωνικά ως συγγενική σχέση. Το ίδιο συμβαίνει και με τις νέες τεχνολογίες αναπαραγωγής (τεχνικές γονιμοποίησης, τράπεζα σπέρματος, παρένθετες μητέρες κ.λπ.) που επίσης «κατασκευάζουν» συγγένειες. Και εδώ οι γεννήτορεςείναι διαφορετικοί από τους γονείς (κοινωνικοί ρόλοι).
Η ιδωτικοποίηση της αναπαραγωγικής λειτουργίας και η νομικοποίηση των προσωπικών σχέσεων
Από την οπτική, λοιπόν, των αστικών δικαιωμάτων μόνο ο γάμος, όπως ακριβώς συμβαίνει με τα ετερόφυλα ζευγάρια και την ετερόφυλη οικογένεια, θα μπορούσε να συμβάλλει στην αποκατάσταση των ατομικών δικαιωμάτων των ΛΟΑΤ. Ο γάμος φαίνεται πως αποτελεί και μια «έντιμη» λύση για την αποκατάσταση ενός παραπαίοντα αστικού θεσμού (της οικογένειας)–στην αμφισβήτηση του οποίου συνέβαλε και η γυναικεία χειραφέτηση- ώστε αυτός να ξαναβρεί το «κύρος» του. Ωστόσο η μεταφορά του κόστους αναπαραγωγής και σε άλλες, εκτός της ετερόφυλης οικογένειας, κοινωνικές ομάδες (ΛΟΑΤ) που εμφανίζονται πρόθυμες να αναλάβουν το κόστος αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης (υιοθεσία, ανατροφή κ.λπ.) υποσκάπτει τη θέση για την κοινωνικοποίηση της αναπαραγωγικής λειτουργίας και για την ανάδειξή της σε κοινωνική υπόθεση. Επίσης η «παραχώρηση» μιας κρίσιμης κοινωνικής λειτουργίας, όπως είναι η αναπαραγωγική, στους ιδιώτες (ανεξάρτητα σεξουαλικών πρακτικών) νομιμοποιεί εκ των πραγμάτων την απόσυρση του κράτους από τα δημόσια αγαθά (ανατροφή, υγεία, εκπαίδευση, ασφάλιση κ.λπ.).
Αν εξαιρέσει λοιπόν κανείς την αποκατάσταση των ατομικών δικαιωμάτων, μέρος των οποίων είναι η επέκταση του γάμου και της υιοθεσίας σε όλους/όλες (ανεξάρτητα του σεξουαλικού προσανατολισμού), κάθε άλλο παρά συμβάλλει η «αγιοποίηση» ενός αστικού θεσμού (γάμος, οικογένεια κ.λπ.) στην κοινωνική χειραφέτηση. Ουσιαστικά τα άτομα προσδένονται ακόμη περισσότερο στην ιδεολογία του οικογενεισμού. Αντί λοιπόν να τίθεται στην ημερήσια διάταξη η κατάργηση της οικογένειας και του γάμου ενισχύεται η νομικοποίηση των προσωπικών σχέσεων, πράγμα που διευρύνει τον βιοπολιτικό έλεγχο πάνω στο κοινωνικό σώμα. Έτσι όμως παραβιάζεται μια βασική αρχή της αστικής νομιμότητας που θέλει το κράτος (ως δημόσια σφαίρα) έξω από την ιδιωτική σφαίρα των ατόμων. Ωστόσο αυτοί που αντιτίθενται στο Σύμφωνο Συμβίωσης υιοθετώντας τον προβληματική του κοινωνικού υποκειμένου (και νομίζω πως ορθά θέτουν το ζήτημα) και αποδέχονται, όπως το θέτει ο Φ. Ένγκελς, πως οι κοινωνικές σχέσεις και οι κοινωνικοί ρόλοι, επομένως και η οικογένεια, τα φύλα, οι σεξουαλικές πρακτικές κ.λπ., έχουν ιστορία και δεν είναι «φύση», οφείλουν, όταν απορρίπτουν το Σύμφωνο Συμβίωσης, να ζητούν και την κατάργηση της οικογένειας και του γάμου, κοντολογίς την αστική ηθική. Μόνο από αυτή την οπτική η εναντίωσή τους στο Σύμφωνο Συμβίωσης θα ήταν πειστική.
Επομένως η εισαγωγή του Συμφώνου Συμβίωσης δεν υποσκάπτει το θεσμό της οικογένειας, όπως κάποιοι πιστεύουν, αλλά τον ενισχύει, πόσο μάλλον όταν η οικογένεια ελέγχεται πλήρως μέσω του οικογενειακού δικαίου και άλλων προνοιακών μηχανισμών από το κράτος.
Τα καθεστώτα καταπίεσης και το κοινωνικό υποκείμενο
Εφόσον δεν αμφισβητείται ο έλεγχος στην αναπαραγωγή του κοινωνικού σώματος ο εμπορευματικός καπιταλισμόςδεν νομίζω ότι έχει κάποιο πρόβλημα με τις πολλές ταυτότητες, τους πολλούς σεξουαλικούς προσανατολισμούς και τις διαφορετικές σεξουαλικές πρακτικές. Θα έλεγα μάλιστα πως ο καπιταλισμός έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την ανάδυση μιας αγοράς ταυτοτήτων, καθώς«νεωτεριστικοί» τρόποι ζωήςδιευρύνουν την κατανάλωση, δημιουργώντας, σύμφωνα με μια βασική του αφήγηση (κεϋνσιανισμός) νέες ανάγκες για καινούργια προϊόντα (μουσικές, ντύσιμο, «τεχνικές του εαυτού» κ.λπ.). Εξάλλου ο εκδημοκρατισμός τρόπων ζωής γύρω από τον οποίο αρθρώνονται μορφές «συλλογικής δράσης», κινήσεις και κινήματα με μονοθεματική ατζέντα (φεμινιστικό, ΛΟΑΤ κ.ά.), επικαλύπτουν σε μεγάλο βαθμό την κεντρική σύγκρουση στον καπιταλισμό (κεφαλαίου-εργασίας). Πόσο μάλλον όταν οι ταυτότητες, οι τρόποι ζωής, η ποιότητα ζωής κ.λπ. λειτουργούν σύμφωνα με την βεμπεριανή μεθοδολογία (M. Weber, Z. Bauman, P. Bourdieu κ.ά.) και ως «πρακτικές διάκρισης». Στις υποκειμενισμικές προσεγγίσεις για τις κοινωνικές τάξεις θεωρείται ότι η κατανάλωση (τι καταναλώνει ο καθένας) και οι τρόποι ζωής που αρθρώνονται γύρω από αυτήν(πώς καταναλώνει ο καθένας), διαμορφώνουν, -καθώς το εμπόρευμα εμπεριέχει πέρα από την χρηστική αξία και μια συμβολικήαξία (όπως εμφανίζεται στην αγορά: μάρκα, στιλ, εμφάνιση κ.λπ.)- μια κοινωνική διαστρωμάτωση. Εκ των πραγμάτων αυτή η κοινωνική διαστρωμάτωση με βάση τρόπους ζωής ιδεολογικοποιεί τα πράγματα, καθώς έρχεται να αμβλύνει ή,να επικαλύψει τις ταξικές θέσεις. Στο συγκεκριμένο συγκείμενο το «φτιάξιμο» του έμφυλου σώματος (doinggender) σύμφωνα με το ατομικό και προσωπικό γούστο από μια αγορά ταυτοτήτων, καταναλωτικών αγαθών και τρόπων ζωής συνάδει όπως είναι προφανές με τον εμπορευματικό καπιταλισμό (βλ. GayPride κ.λπ.). Επομένως κανένας δεν θα πρέπει να εκπλήσσεται αν οι «ελευθεριακές» απόψεις για την ομόφυλη οικογένεια και την «κατασκευή» του εαυτού («τεχνικές του εαυτού», σύμφωνα με τον M. Foucault) προβάλλονται προνομιακά από τους φιλελεύθερους και την πολιτισμική-σοσιαλφιλελεύθερη αριστερά. Και μόνο η γενναιόδωρη επιδότηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τις «σπουδές φύλου», τις «ευπαθείς ομάδες» (όπως λέμε ευπαθή προϊόντα), δηλαδή τις εξωοικονομικές καταστάσεις «κοινωνικού αποκλεισμού» κ.ά., όταν οι ταξικές ταυτότητες και τα ταξικά υποκείμενα λείπουν για ευνόητους λόγους και ως αναφορά, επιβεβαιώνει το αληθές αυτής της συλλογιστικής.
Από αυτή τη σκοπιά ο καπιταλισμός θα ενδιαφέρεται για την αναπαραγωγή των καταπιέσεων (γυναικείας, έμφυλης, σεξουαλικής κ.λπ.) που «εγκλωβίζουν» τα άτομα σε επί μέρους ταυτότητες. Εκ των πραγμάτων αυτές οι πολλαπλές καταπιέσεις δημιουργούν συγχύσεις όσον αφορά τον χαρακτήρα των κοινωνικών σχέσεων (εκμεταλλευτικές ή, καταπιεστικές) αλλά και την συγκρότηση του κοινωνικού υποκειμένου (κοινωνική τάξη ή, μικρόκοσμοι;). Ιδιαιτέρως θα ενδιαφέρεται επίσης ο καπιταλισμός για την αναπαραγωγή των μικρόκοσμων (βιόκοσμων) στους οποίους τα άτομα γεννιούνται και μεγαλώνουν, καθώς αυτοί (οικογένεια, «κοινότητες» ΛΟΑΤ κ.λπ.) αναλαμβάνουν με ιδιαίτερη θέρμη, όπως γίνεται με το Σύμφωνο Συμβίωσης, το γάμο και την υιοθεσία, ένα σημαντικό μέρος του κόστους αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης (οικονομική στήριξη, συναισθηματική αρωγή, φροντίδα, εποπτεία κ.λπ.).
Επειδή οι διάφορες μορφές καταπίεσης (έμφυλη, σεξουαλική, φυλετική κ.ά.) σπονδυλώνονται με τη συνθήκη εκμετάλλευσης για να την συντηρήσουν και να την αναπαράγουν θα μπορούσε να θέσει κανείς το ζήτημα των επιμέρους καταπιέσεων, ώστε, ενσωματώνοντας τις δυναμικές που εδώ αναπτύσσονται, να ενισχύσει την καθολικότητα του κοινωνικού υποκειμένου που δομείται στις σχέσεις εκμετάλλευσης. Επομένως η κατάργηση των επιμέρους καταπιέσεων που υποβαστάζουν σε τελική ανάλυση τις σχέσεις εκμετάλλευσης, με την έννοια όμως ότι το φύλο με τις συνεκδηλώσεις του (σεξουαλικές πρακτικές), δεν είναι αποκομμένο αλλά συνιστά μια διάσταση των ταξικών σχέσεων, μπορεί να τεθεί. Όχι με την έννοια του κοινωνικού υποκειμένου, καθώς η ταξική ταυτότητα δομείται, -σε αντίθεση με την έμφυλη ή, την σεξουαλική που δομούνται στη σφαίρα αναπαραγωγής-, στη σφαίρα παραγωγής, αλλά με την έννοια του πολίτη και των δικαιωμάτων. Το γεγονός μάλιστα ότι μεγάλο μέρος των ομόφυλων ζευγαριών (γκέι και λεσβίες κ.ά.), είναι εκτεθειμένα, εκτός από τις ρατσιστικές και ομοφοβικές επιθέσεις, στην ανεργία και στην ανασφάλεια συνδέει εκ των πραγμάτων τα δικαιώματα, εν προκειμένω το Σύμφωνο Συμβίωσης κ.λπ., με τον ταξικό αγώνα. Ωστόσο για να μην εγκλωβιστούμε στον φιλελευθερισμό των δικαιωμάτωνχρειαζόμαστε καθολικά υποκείμενα (όπως η εργατική τάξη) που θα είναι σε θέση, θέτοντας το ζήτημα της πρωταρχικής καταπίεσης (εκμετάλλευσης) να αμφισβητήσουν τα επιμέρους καθεστώτα καταπίεσης. Αυτή η διαπίστωση δεν μειώνει τη σημασία του αγώνα για την κατάργηση των καταπιέσεων διαχωρίζει όμως μεθοδολογικά την καταπίεση από την εκμετάλλευση όσον αφορά στη συγκρότηση του κοινωνικού υποκειμένου. Άλλα υποκείμενα μας δίνουν όσον αφορά στο εύρος και στη δυναμική δράσης τους οι σχέσεις καταπίεσης (διαταξικά), και άλλα οι σχέσεις εκμετάλλευσης (ταξικά). .
Όμως όπως το ταξικό κίνημα αναδεικνύει τις επιμέρους καταπιέσεις (έμφυλες, φυλετικές κ.ο.κ.) μέσα από την καθολικότητας της ταξικής θέσης, -οι γυναίκες, λόγου χάρη, αποτελούν διαταξική κοινωνική κατηγορία και όχι κοινωνική τάξη (αστές, εργάτριες, αγρότισσες κ.ά.)- έτσι μπορεί να εκφράζει και άτομα που καταπιέζονται εξαιτίας της σεξουαλικού τους προσανατολισμού. Επομένως δίπλα στις οργανώσεις γυναικών που εντάσσονται στο ταξικό κίνημα θα μπορούσαν να υπάρχουν και οι οργανώσεις των ΛΟΑΤ χωρίς να αναιρείται η θέση για την προτεραιότητα της ταξικής συνθήκης (σχέσεις εκμετάλλευσης). Βεβαίως αντιλαμβάνεται ο καθένας πως η θέση για την «ταυτοχρονία των καταπιέσεων» με την κάθε μία από αυτές να βρίσκεται ριζωμένη σε μια διαφορετική μορφή κυριαρχίας (έμφυλη, φυλετική, σεξουαλική, οικονομική κ.λπ.), χωρίς κάποια από αυτές να έχει ερμηνευτική προτεραιότηταέναντι κάποιαςάλλης (ας πούμε η οικονομικό-ταξική έναντι της σεξουαλικής καταπίεσης) σπρώχνει τα πράγματα, καθώς δεν μπορούν να προσδιοριστούν οι αιτίες των φαινομένων και να ιεραρχηθούν προτεραιότητες, στο τυχαίο και στο φαταλισμό (βλ. Ε. Ο. Wright 1984). Στην προοπτική των πολλαπλών καταπιέσεων ακυρώνεται ουσιαστικά και η δυνατότητα συγκρότησης ενός καθολικού υποκειμένου.
Συμπερασματικά
Και όμως όλα αυτά τα ζητήματα (που τώρα συζητούμε) έχουν τεθεί με ιδιαίτερη οξύνοια στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο. Στην θέση του Μανιφέστου ότι «οι κομμουνιστές δεν έχουν ανάγκη να καθιερώσουν την κοινοκτημοσύνη των γυναικών, γιατί αυτή υπήρχε πάντα» (Μαρξ, Ένγκελς 1999) καταδεικνύεται τόσο η ιστορικότητα της μονογαμικής ετερόφυλης οικογένειας όσο και οι κοινωνικοί ρόλοι της γονεϊκότητας (πατέρας, μητέρα, παιδιά κ.λπ.) που «κατασκευάζουν» την οικογένεια. Εντούτοις η «κοινοκτημοσύνη των γυναικών» υπονοεί περισσότερο ότι μια κρίσιμη κοινωνική λειτουργία, όπως είναι η «αναπαραγωγή του είδους», οφείλει να κοινωνικοποιηθεί. Το γεγονός αυτό θα σχετικοποιήσει εκ των πραγμάτων τη σημερινή μορφή της οικογένειας, καθώς η αναπαραγωγική λειτουργία θα αποσυνδεθεί από τις σεξουαλικές πρακτικές. Στην αταξική κοινωνία, όπου η ανατροφή θα είναι υπόθεση της κοινωνίας, θα σβήσουν εκ των πραγμάτων οι εξατομικευμένοι γονεϊκοί ρόλοι ενώ οι επιμέρους σχέσεις, μεταξύ αυτών και οι σεξουαλικές, θα διευθετούνταν σε συνθήκες ελευθερίας και αυτοπροσδιορισμού από τα ίδια τα άτομα.
* Καθηγητής Κοινωνιολογίας/Πανεπιστήμιο Αιγαίου
πηγή: alfavita.gr