Μέσω του γιατρού του ΕΟΠΥΥ ή του ΠΕΔΥ θα κλείνεται σύντομα το ραντεβού με κλινική ή τμήμα νοσοκομείου, που ενδεχομένως θα χρειαστεί κάποιος ασθενής.
Ο γιατρός της πρωτοβάθμιας φροντίδας θα αναζητεί σε ηλεκτρονικό σύστημα τα διαθέσιμα ραντεβού και χειρουργεία στο πλησιέστερο δημόσιο νοσηλευτικό ίδρυμα. Με συναίνεση του ασθενούς, θα κλείνει το ραντεβού και θα τον παραπέμπει στο σύστημα Υγείας.
Το νέο αυτό σύστημα βρίσκεται στην τελική φάση της διαμόρφωσης και αποτελεί μία από τις ελάχιστες εκκρεμότητες του υπουργείου Υγείας έναντι της τρόικας. Αναμένεται, δε, να ανακοινωθεί σύντομα και να εκδοθεί υπουργική απόφαση.
Το «σύστημα παραπομπών από την πρωτοβάθμια στη δευτεροβάθμια» φροντίδα Υγείας αναμένεται να διασυνδεθεί και με το σύστημα προτεραιότητας των χειρουργικών επεμβάσεων, το οποίο έχει ανακοινώσει ο υπουργός Υγείας.
Θα λειτουργεί ως εξής: Σε περίπτωση κάποιου μη επείγοντος προβλήματος υγείας, οι ασφαλισμένοι θα απευθύνονται σε γιατρό του ΕΟΠΥΥ και οι ανασφάλιστοι σε γιατρό του Πρωτοβάθμιου Εθνικού Δικτύου Υγείας (ΠΕΔΥ). Εάν ο γιατρός κρίνει ότι υπάρχει ανάγκη νοσηλείας ή επέμβασης, θα μπαίνει στο ηλεκτρονικό σύστημα και θα αναζητεί διαθέσιμο ραντεβού.
Θα ενημερώνει σχετικά τον ασθενή και -εφόσον εκείνος συμφωνήσει- θα κλείνει το ραντεβού. Πηγές από το υπουργείο Υγείας αναφέρουν ότι ο γιατρός της πρωτοβάθμιας θα μπορεί να αξιοποιεί και το ηλεκτρονικό σύστημα προτεραιότητας χειρουργικών επεμβάσεων στα νοσοκομεία και θα καταχωρίζει σε αυτό τον ασθενή του, εφόσον η πάθησή του απαιτεί επέμβαση.
Το προωθούμενο σύστημα διασυνδέει την πρωτοβάθμια (εξωνοσοκομειακή) φροντίδα με τη δευτεροβάθμια. Σύμφωνα με τους εμπνευστές του, επιχειρεί να ξεπεράσει την αναρχία που επικρατεί σήμερα στο θέμα της πρόσβασης των ασθενών στα νοσοκομεία.
Από τη μία πλευρά, η ελεύθερη πρόσβαση περιορίζει τον κίνδυνο να μείνει χωρίς φροντίδα ασθενής ο οποίος δεν διαθέτει την οικονομική άνεση να επισκεφθεί ελεύθερο επαγγελματία γιατρό. Από την άλλη, προκαλεί συνωστισμό στα εξωτερικά ιατρεία των δημόσιων νοσηλευτικών ιδρυμάτων, όπου συρρέουν χιλιάδες περιστατικά, τα οποία μπορούσαν να έχουν αντιμετωπιστεί από γιατρό πρωτοβάθμιας φροντίδας.
Ενδεικτικό είναι το στοιχείο ότι από τα 11,9 εκατομμύρια ασθενείς που εξετάζονται κάθε χρόνο στα τμήματα επειγόντων περιστατικών (4,8 εκατομμύρια άνθρωποι), τα εξωτερικά (6,7 εκατομμύρια) και τα απογευματινά ιατρεία των νοσοκομείων (400.000), μόλις 2,3 εκατομμύρια εισάγονται τελικά για νοσηλεία.
Σε πολλές περιπτώσεις, δε, τα τμήματα επειγόντων περιστατικών «μπλοκάρουν» από δεκάδες περιστατικά, τα οποία κάθε άλλο παρά επείγοντα είναι. Εκτιμάται ότι ένα στα τέσσερα «επείγοντα» περιστατικά φτάνει στα νοσοκομεία με ασθενοφόρο.
Αλλά, ακόμη και όσοι καλούν το «166» και διακομίζονται με ασθενοφόρο, δεν είναι πραγματικά επείγοντα περιστατικά. Από τους περίπου 1.000 ασθενείς που διακομίζονται καθημερινά με ασθενοφόρα του ΕΚΑΒ στην Αττική, περίπου οι 400 είναι πραγματικά επείγοντα περιστατικά. Το ποσοστό όσων διακομίζονται με ασθενοφόρο και εισάγονται για νοσηλεία στα μεγάλα νοσοκομεία της Αττικής κυμαίνεται από 30% έως 50%.
Η μεσολάβηση του γιατρού στη διαδικασία των ραντεβού με τα νοσοκομεία θα αποτελέσει ένα «φίλτρο», ώστε να καταλήγουν στα νοσοκομεία όσο το δυνατόν περισσότερα περιστατικά που έχουν ανάγκη νοσηλείας.
πηγή: stithoskopio